αμετάγγιστος

αμετάγγιστος
η , ο [ος , ον ] неперелитый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμετάγγιστος" в других словарях:

  • αμετάγγιστος — –η, ο [μεταγγίζω] 1. (για υγρά) αυτός που δεν μεταγγίστηκε ή δεν έχει μεταγγιστεί, αυτός που δεν μεταφέρθηκε από δοχείο σε δοχείο 2. αυτός που δεν μπορεί να μεταγγιστεί …   Dictionary of Greek

  • αμετάγγιστος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δε μεταγγίστηκε ή δεν μπορεί να μεταγγιστεί από ένα δοχείο σ άλλο: Το υγρό αυτό είναι αμετάγγιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»